ἀμέριστος

ἀμέριστος
ἀμέριστος, ον (since Pla., Tim. 35a; PRyl 585, 3; 10 [II B.C.] also Philo; Ar. [Milne 74, 11]; Ath. 18, 2 mostly=‘indivisible’) undivided (SIG 783, 35f. of a married couple: παρʼ ἀμφοτέροις ἀμέριστος ὁμόνοια) ἀγαπᾶν ἐν ἀ. καρδίᾳ to love w. undivided heart ITr 13:2; cp. IPhld 6:2.—DELG s.v. μείρομαι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμέριστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέριστος — undivided masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέριστος — η, ο (Α ἀμέριστος, ον) [μερίζω] αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος νεοελλ. ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος «έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο» …   Dictionary of Greek

  • αμέριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καταμεριστεί, κατανεμηθεί: Η πατρική κληρονομιά ήταν ακόμη αμέριστη. 2. αυτός που δεν είναι επιδεκτικός μερισμού, πλήρης, ακέραιος: Είχε την αμέριστη υποστήριξη του προϊσταμένου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεριστότερον — ἀμέριστος undivided adverbial comp ἀμέριστος undivided masc acc comp sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμερίστω — Ἀμέριστος masc nom/voc/acc dual Ἀμέριστος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερίστω — ἀμέριστος undivided masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμέριστος undivided masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερίστως — ἀμέριστος undivided adverbial ἀμέριστος undivided masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέριστον — ἀμέριστος undivided masc/fem acc sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμερίστοις — Ἀμέριστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερίστοις — ἀμέριστος undivided masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”